- κερματισμός
- οο τεμαχισμός ενός όλου σε μικρά κομμάτια, το κατακομμάτιασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κερματισμός — breaking up small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερματισμός — ο (Α κερματισμός) [κερματίζω] νεοελλ. το κόψιμο ενός μεγαλύτερου συνόλου σε κομμάτια, ο τεμαχισμός αρχ. η αλλαγή ενός μεγάλου νομίσματος με μικρότερα κέρματα … Dictionary of Greek
κερματισμῷ — κερματισμός breaking up small masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)